- εργάζομαι
- εργάστηκα1. δουλεύω γενικά: Εργάζομαι όπου βρω εργασία.2. ασκώ επάγγελμα, υπηρετώ κάπου: Εργάζομαι στην τράπεζα.3. κάνω, εκτελώ την τακτική μου εργασία: Τα δημόσια γραφεία δεν εργάζονται σήμερα.4. μτφ., λειτουργώ: Το πλυντήριο εργάζεται.5. κερδίζω από το επάγγελμά μου, πάνε καλά οι δουλειές μου: Εργάζεται καλά το μαγαζί.6. προσπαθώ, αγωνίζομαι, κοπιάζω: Εργάστηκα πολύ για να στήσω την επιχείρηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.